- μετρήτου
- μετρητήςmeasurermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρητοῦ — μετρητής measurer masc gen sg μετρητός measurable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουδραία — οὐδραία και, κατά δ. γρφ., οὐδρία (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρία, μέτρον τι, Ἀττικοῡ μετρητοῡ ἥμισυ» … Dictionary of Greek
προσεισπράσσω — Α εισπράττω επί πλέον (α. «ἄλλα πάλιν δέκα προσεισπρᾱξαι τὸν Ἀλκιβιάδην [τάλαντα]», Πλούτ. β. «ἐὰν δέ τινες ἀνάγωσιν, τοῡ τε ἐλαίου στερέσθωσαν και προσεισπρασσέσθωσαν τοῡ μετρητοῡ δραχμάς ρ», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek